σκηνοθετώ

σκηνοθετώ
σκηνοθέτησα, σκηνοθετήθηκα, σκηνοθετημένος
1. ανεβάζω στη σκηνή θεατρικό έργο ή γυρίζω κινηματογραφική ταινία ή τηλεοπτικό έργο, διδάσκω τον τρόπο ερμηνείας του έργου: Η ταινία «Ιβάν ο Tρομερός» σκηνοθετήθηκε από τον Αϊζενστάιν.
2. καταφεύγω σε απάτη, προβαίνω σε μια ενέργεια με σκοπό την εξαπάτηση ή ενοχοποίηση κάποιου: Σκηνοθέτησαν αυτή την απαγωγή για να δημιουργήσουν προβλήματα στην κυβέρνηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκηνοθετώ — σκηνοθετώ, σκηνοθέτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκηνοθετώ — έω, Ν [σκηνοθέτης] 1. εκτελώ τη σκηνοθεσία θεατρικού και, γενικότερα, καλλιτεχνικού έργου ή κινηματογραφικής ταινίας 2. μτφ. προετοιμάζω και διενεργώ μια πράξη προκειμένου να παραπλανήσω ή να ενοχοποιήσω κάποιον («τα επεισόδια στη χθεσινή… …   Dictionary of Greek

  • μεθοδεύω — (ΑM μεθοδεύω) [μέθοδος] κάνω κάτι με μέθοδο, εκτελώ κάτι με σύστημα και με τέχνη νεοελλ. 1. οργανώνω συστηματικά και εκ τού αφανούς κάτι επιδιώκοντας ορισμένο σκοπό, κατευθύνω, σκηνοθετώ («μεθοδεύουν φιλοτουρκική λύση τού κυπριακού») 2. (η μτχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”