- σκηνοθετώ
- σκηνοθέτησα, σκηνοθετήθηκα, σκηνοθετημένος1. ανεβάζω στη σκηνή θεατρικό έργο ή γυρίζω κινηματογραφική ταινία ή τηλεοπτικό έργο, διδάσκω τον τρόπο ερμηνείας του έργου: Η ταινία «Ιβάν ο Tρομερός» σκηνοθετήθηκε από τον Αϊζενστάιν.2. καταφεύγω σε απάτη, προβαίνω σε μια ενέργεια με σκοπό την εξαπάτηση ή ενοχοποίηση κάποιου: Σκηνοθέτησαν αυτή την απαγωγή για να δημιουργήσουν προβλήματα στην κυβέρνηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.